χιονένιος

χιονένιος
α, ο снежный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "χιονένιος" в других словарях:

  • χιονένιος — α, ο, Ν χιόνινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + κατάλ. ένιος (πρβλ. μεταξ ένιος)] …   Dictionary of Greek

  • χιονένιος, -ια, -ιο — χιόνινος: Το χειμώνα με το χιόνι φτιάχνουμε χιονένιους ανθρώπους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χιόνινος — η, ο ο κατασκευασμένος από χιόνι, ο χιονένιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»